ομοσπονδιακός

ομοσπονδιακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοσπονδία («ομοσπονδιακό συμβούλιο»)
2. αυτός που αποτελείται από ομόσπονδα μέλη, που είναι οργανωμένος κατά ομοσπονδίες (α. «ομοσπονδιακό κράτος» β. «ομοσπονδιακή οργάνωση τών εργατών»)
3. αυτός που υποστηρίζει την οργάνωση τών κρατών κατά πολιτικές ομοσπονδίες, που θεωρεί την οργάνωση σε ομοσπονδίες ως ιδανικό κρατικό σχήμα
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ομοσπονδιακοί
α) εκείνοι που κατά τον εμφύλιο πόλεμο τής Βόρειας Αμερικής τάχθηκαν υπέρ τής σταθερής ένωσης τών Πολιτειών, αλλ. Βόρειοι ή Ενωτικοί
β) μέλη ένωσης που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο τής Γαλλικής Επανάστασης με σκοπό τον αγώνα εναντίον τών εχθρών τής ελευθερίας και την υπεράσπιση τής επανάστασης.
επίρρ...
ομοσπονδιακά
με ομοσπονδιακό τρόπο, κατά ομοσπονδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοσπονδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοσπονδιακός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ομοσπονδία: Ομοσπονδιακό κράτος. 2. αυτός που υποστηρίζει την οργάνωση των κρατών κατά ομοσπονδίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”